- πάγγλωσσος
- πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)μσν.(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.